δενδρώδη

δενδρώδη
δενδρώδης
tree-like
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δενδρώδης
tree-like
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
δενδρώδης
tree-like
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • ευφορβιίδες — (euphorbiaceae). Η πιο σημαντική και πλούσια σε είδη οικογένεια φυτών της τάξης των τρικόκκων. Περιλαμβάνει ξυλώδη, δενδρώδη, αρκετά κακτόμορφα (τροπικές περιοχές) καθώς και ποώδη (κυρίως στις εύκρατες περιοχές) φυτά. Τα φύλλα τους είναι αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη — τα, ἀγρωστίδες, οι μεγάλη οικογένεια τών Μονοκοτυλήδονων, συγγενής με τις οικογένειες τών Κυπεριδών και τών Γιουγκιδών (βούρλα). Περιλαμβάνει φυτά ποώδη, σπανίως θαμνώδη ή δενδρώδη, συνήθως με ρίζωμα και βλαστό καλαμοειδή …   Dictionary of Greek

  • κεντρόσπερμα — (centrospermae). Τάξη αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει 12 οικογένειες και περισσότερα από 10.000 είδη. Για την τάξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και η ονομασία καρυοφυλλίδες (caryophyllaceae), λόγω της κεντρικής διευθέτησης του… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… …   Dictionary of Greek

  • πεύκο — Κοινή ονομασία κωνοφόρων δέντρων που ανήκουν στο βοτανικό γένοςπίνος. Το γένος αυτό εμφανίστηκε κατά τη μεσολιθική περίοδο και διαδόθηκε περισσότερο κατά το κρητιδικό. Στην Ελλάδα σχημάτιζε εκτεταμένα δάση κατά το μειόκαινο. Η ευρεία διάδοση των… …   Dictionary of Greek

  • σταγονοφόρος — ο, Ν βοτ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σταγονοφόρα ομάδα αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει ρητινοφόρα δενδρώδη ή θαμνώδη, και σπανίως ποώδη, είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από την επιφυή, κατά κανόνα πολύχωρη, ωοθήκη και από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”